σκέλλω

σκέλλω
ΜΑ
1. ξηραίνω, καταξηραίνω, αποξηραίνω, στεγνώνω («μὴ... μένος ἠελίοιο σκήλει' ἀμφὶ περὶ χρόα ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν» — για να μη καταξηράνει η δύναμη τού ήλιου το δέρμα γύρω από τα νεύρα και τα μέλη, Ομ. Ιλ.)
2. παθ. σκέλλομαι
α) είμαι κατάξηρος, αποξηραμένος
β) είμαι ή γίνομαι κάτισχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται, κατά μία άποψη, στην ΙΕ ρίζα *(s)kel- «στεγνώνω, ξηραίνω», από την οποία προέρχονται διάφοροι τ. νεώτερων γλωσσών (πρβλ. αγγλ. shallow «ρηχός, επιφανειακός», σουηδ. skall «λεπτός, μπαγιάτικος», γερμ. schal «μπαγιάτικος, χαλασμένος, στεγνός», hellig «κουρασμένος, στεγνός από δίψα»). Οι λ. που ανήκουν στην οικογένεια τού ρ. σκέλλομαι εμφανίζουν δύο μορφές θ.: σκελε- (πρβλ. σκελε-τός) και σκλη- (πρβλ. σκλη-ρός, παρακμ. -σκλη-κα), οι οποίες μπορούν να ερμηνευθούν αν υποτεθεί ως αρχική μια δισύλλαβη μακροκατάληκτη ρίζα *σκελη-. Στην περίπτωση αυτή, το θ. σκελε- εμφανίζει απαθές το πρώτο και συνεσταλμένο το δεύτερο φωνήεν τής ρίζας, ενώ το θ. σκλη- μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν. Το ρ. σκέλλομαι (< σκέλ-jο-μαι) απαντά σπανίως στον ενεστ., ενώ συνήθως χρησιμοποιείται ο παρακμ. ἔσκληκα, καθώς και ορισμένοι σύνθ. τ. αορ. β' σε -έσκλην, και αντικαταστάθηκε νωρίς από τα ρ. ξηραίνω, αὐαίνω. Απαντούν, εξάλλου, ορισμένοι ανώμαλοι τ. αορ., όπως υποτ. ἐνι-σκήλη (αντί -σκείλῃ), ευκτ. ἀποσκλαίη, οι οποίοι έχουν σχηματιστεί αναλογικά πιθ. προς το σφήλ-ειε (< σφάλλω) και προς τα τεθναίη, σταίη, αντίστοιχα. Από την οικογένεια αυτή, τέλος, διατηρήθηκαν στη Νέα Ελληνική οι τ. σκελετός και σκληρός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκέλλω — dry up aor subj act 1st sg σκέλλω dry up pres subj act 1st sg σκέλλω dry up pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελλόμενα — σκέλλω dry up aor part mid neut nom/voc/acc pl σκέλλω dry up pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελλόν — σκέλλω dry up aor part act masc voc sg σκέλλω dry up aor part act neut nom/voc/acc sg σκελλός crook legged masc acc sg σκελλός crook legged neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεῖλαι — σκέλλω dry up aor imperat mid 2nd sg σκέλλω dry up aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελοῦνται — σκέλλω dry up fut ind mid 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελέαι — σκέλλω dry up fut ind mid 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελέεσθαι — σκέλλω dry up fut inf mid (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελέων — σκέλλω dry up fut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) σκέλος leg neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελῶν — σκέλλω dry up fut part act masc nom sg (attic epic doric) σκέλος leg neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκέλεαι — σκέλλω dry up fut ind mid 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”